Στο παρά πέντε της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών-Μια αποτίμηση

Δε νομίζω ότι πλέον έχουμε πολλά να πούμε. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι ξεκάθαρη.
Μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υπογραφεί μία συμφωνία για το Σκοπιανό με Υπουργό Εξωτερικών τον κύριο Κοτζιά. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση αυτή αποπέμπει τον Υπουργό Εξωτερικών που υπέγραψε την συμφωνία, εξακολουθώντας όμως να στηρίζει τη συμφωνία. Λίγους μήνες αργότερα, αποχωρεί από την κυβέρνηση ο ένας κυβερνητικός ετέρος κ. Καμμένος, χάριν του οποίου είχε αποπεμφθεί ο Υπουργός Εξωτερικών. Στη συνέχεια ακολουθούν άφθονα μπες βγες στην κυβέρνηση, έχουμε μια πλειοψηφία «pastiche» (μην πούμε «κουρελού», υπάρχουν κάποιοι μη μου άπτου που θίγονται με τον όρο, όσο κι αν είναι ο πλέον ταιριαστός) και τώρα, σε δυο ημέρες, η Βουλή θα κληθεί να ψηφίσει την κύρωση της συμφωνίας.
Όλα αυτά φυσικά, ενώ εχούμε ένα εθνικό ζήτημα, ένα ζήτημα ταυτότητας, που για την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, είναι ζήτημα ουσίας. Και πως αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα ο κύριος Τσίπρας και η κυβέρνηση του; Με προχειρότητα, με επιπολαιότητα, και το χειρότερο όλων με συνειδητή διάθεση να προσπαθήσει να διχάσει τον ελληνικό λαό, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούσε πρόβλημα στην αντιπολίτευση.
Καμία σύγκλιση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών δεν ακολούθησε μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Καμία, τυπική έστω, ενημέρωση του προέδρου της Δημοκρατίας. Καμιά προσπάθεια, εφόσον ο ίδιος ο κ. Τσίπρας πιστεύει πως αυτή η συμφωνία είναι η χρυσή ευκαιρία για τη χώρα μας ώστε να λυθεί ένα χρόνιο πρόβλημα στα βόρεια σύνορα μας, να εξηγήσει, να πείσει, να πετύχει την ευρύτερη δυνατή εθνική συναίνεση.
Δεν έχω να πω πολλά. Δυστυχώς δεν γνωρίζω πως μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τα εθνικά θέματα στα κομματικά σχολεία της Αριστεράς στα οποία θήτευσε και διέπρεψε ο κύριος Τσίπρας. Από τον τόπο μας πέρασαν πολλές κυβερνήσεις, κάποιες καλές, κάποιες καλύτερες, κάποιες μέτριες, κάποιες κακές. Σε όλες όμως θα συναντούσε κανείς μία μίνιμουμ αίσθηση εθνικής ευθύνης, μία ελάχιστη αντίληψη του πώς και πού απαιτείται μια συναίνεση, μία βούληση να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα γιατί πρέπει να αντιμετωπιστεί κι όχι για να μπλοκάρουμε την αντιπολίτευση.
Να πω μόνο ακόμη, πως στην περίπτωση της ΝΔ, ο κύριος Τσίπρας δεν κατάφερα και πολλά. Από την πρώτη στιγμή ο πρόεδρος του κόμματος, Κυριάκος Μητσοτάκης, ακριβώς με το αίσθημα ευθύνης που έλειπε από τον πρωθυπουργό, στάθηκε δίπλα στον ελληνικό λαό, αφουγκράστηκε τις ευαισθησίες του, και υποστήριξε σταθερά την ανάγκη για μη κύρωση της συγκεκριμένης συμφωνίας. Το μαζικό συλλαλητήριο της Κυριακής, το οποίο με προβοκάτσιες και δακρυγόνα προσπάθησε να διαλύσει κυβέρνηση, απέδειξε πως ο πρόεδρος έδειξε τα σωστά αντανακλαστικά· ας σημειωθεί ακόμη, πως ενώ όλα σχεδόν τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου μετράνε απώλειες ενόψει της κύρωσης της συμφωνίας, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ παρέμεινε και παραμένει αρραγής.
Αυτή η συμφωνία δεν πρέπει να περάσει, όχι μόνο γιατί δεν είναι μία καλή συμφωνία, όχι μόνο γιατί δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται πως επιλύει, αλλά, και ίσως αυτό είναι το σημαντικότερο, γιατί δεν διαθέτει ούτε δημοκρατική νομιμοποίηση, ούτε την αναγκαία συναίνεση τόσο ως προς τα πολιτικά κόμματα όσο και ως προς την ελληνική κοινωνία, που απαιτείται προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένα εθνικό ζήτημα.

Τιτή Ντολαπτσή