Το Κράτος Πρόνοιας σε Καιρούς Οικονομικής Κρίσης και ο Ρόλος της Φιλανθρωπίας και της Εκκλησίας

Το κράτος πρόνοιας, ή κοινωνικό κράτος, όπως συνήθως αποκαλείται, δημιουργήθηκε μέσα από το αίτημα των κοινωνιών για συλλογικές δομές κοινωνικής προστασίας, όπως   εκφράστηκε στις αρχές του προηγούμενου  αιώνα, και θεσμοθετήθηκε και αναπτύχθηκε στο πλαίσιο λειτουργίας των σύγχρονων κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Η κοινωνική προστασία αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση της πολιτείας, εξίσου σημαντική με την υγεία, την δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και την ασφάλεια, για όλους τους πολίτες.

Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται σε σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ,   είναι ιδιαίτερα δαπανηρό  σε σύγκριση με άλλες χώρες μέλη του. Οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα,  ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Τα σχετικά στοιχεία του Οργανισμού για το 2016 παρουσιάζουν τη χώρα μας στην 8η θέση διαθέτοντας το 27% του ΑΕΠ για κοινωνικές δαπάνες, με ένα ποσοστό δηλαδή που είναι υψηλότερο από αυτό της Γερμανίας (25,3%), της Αγγλίας (21,5%), υψηλότερο  και τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (21%).

Αυτή όμως είναι η μία όψη του νομίσματος που αφορά στις δαπάνες. Ας δούμε όμως και την άλλη που αφορά στην αποτελεσματικότητα αυτών των δαπανών ως προς τις προσφερόμενες κοινωνικές παροχές. Σύμφωνα πάλι με στοιχεία του ίδιου Οργανισμού η χώρα μας δυστυχώς είναι η τρίτη ευρωπαϊκή χώρα με τους υψηλότερους δείκτες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, ακολουθώντας  την  Βουλγαρία και τη Ρουμανία, και αυτό παρά τις υψηλές κοινωνικές δαπάνες. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι παρά τον γενναιόδωρο χαρακτήρα του κράτους πρόνοιας στη χώρα μας, οι κοινωνικές παροχές δεν φθάνουν αποτελεσματικά στους συμπολίτες μας που τις έχουν πραγματικά ανάγκη. Η γραφειοκρατία, η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις, η ελλιπής χρηματοδότηση και  η απομάκρυνση  του κράτους από την κοινωνία, έχουν καταφέρει να μετατρέψουν το  κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα σε έναν μηχανισμό παροχής χαμηλών υπηρεσιών με ένα δυσανάλογα υψηλό κόστος.  Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία και  βαρύτητα όταν γίνεται εντός μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την μεγαλύτερη οικονομική κρίση που έχει βιώσει η χώρα μας στην σύγχρονη ιστορία της, και όταν αυτές οι παροχές κρίνουν την επιβίωση αρκετών συνανθρώπων μας, ενώ υποσκάπτουν και αποσταθεροποιούν περαιτέρω την συνοχή της εκ των πραγμάτων ευάλωτης κοινωνίας μας.

Είναι προφανές ότι η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα σημαντικό κενό για την κοινωνία αναδεικνύοντας την ανάγκη της φιλανθρωπίας ως εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικής πολιτικής, σε αναπλήρωση της απουσίας επαρκούς αρωγής του κράτους. Στον παρελθόν   οι συνεκτικοί δεσμοί της κοινωνίας ήταν πιο στενοί , στις  τοπικές  κοινωνίες σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, ήταν σπάνιο φαινόμενο η παρουσία  αστέγων,  ζητιάνων ή  απροστάτευτων παιδιών.

Σήμερα παρατηρούμε ότι το έλλειμμα της πολιτείας καλύπτεται πλέον από την πρωτοβουλία διακεκριμένων συμπολιτών μας, επιχειρήσεων (δράσεις κοινωνικής ευθύνης) και φυσικά της  Εκκλησίας. Με ένα μεγάλο εύρος δράσεων, όπως χορήγηση γευμάτων και τροφίμων, προσφορά υγειονομικών υπηρεσιών και φαρμάκων, κ.α., είτε σε μεμονωμένους συγκεκριμένους συμπολίτες μας, είτε σε ευάλωτες από την κρίση γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικές ομάδες, η φιλανθρωπία  βρήκε έναν αποτελεσματικό τρόπο να ανακουφίσει συνανθρώπους μας, να τους εμπνεύσει την ελπίδα για κάτι καλύτερο, και να προσφέρει έμπρακτη αλληλεγγύη στην βαριά χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία, αναπληρώνοντας τον ρόλο του κράτους που αδυνατεί να ανταποκριθεί με επάρκεια.

Ιδιαίτερα θα ήθελα να σταθώ στον ρόλο της Εκκλησίας που όπως έκανε πάντα έτσι και μες στα χρόνια της κρίσης απηύθυνε τον παρηγορητικό, παρακλητικό και ελπιδοφόρο λόγο της σε κάθε άνθρωπο που υποφέρει, προσφέροντας έμπρακτη συμπαράσταση σε αρκετές χιλιάδες οικογένειες μέσα από ένα πολύ μεγάλο τόσο σε εύρος δράσεων όσο και σε αριθμό, δίκτυο φορέων και υπηρεσιών  πρόνοιας. Αυτή την αλήθεια πρέπει ευθαρσώς να την λέμε, όπως και αυτό το πολύ σημαντικό κοινωνικό έργο που επιτελεί η Εκκλησία μας, πρέπει να το στηρίζουμε.

Θεοτόκη Τιτή Ντολαπτσή